ἄγριος

ἄγριος
ἄγριος, ία, ον (Hom.+; loanw. in rabb.)
pert. to being in a natural state or condition, wild, of plants in the open field (Diod S 5, 2, 4; Artem. 4, 57; Jos., Bell. 5, 437; PSI 816, 3 [II B.C.]) Hs 9, 26, 4. Of animals (so Diod S 4, 17, 4 ζῷα; 4, 17, 5 θηρία; Arrian, Ind. 11, 11; 13, 1; PSI 406, 42; 409, 18 [III B.C.]; BGU 1252, 4; as a rule LXX; Jos., C. Ap. 2, 139) 1 Cl 56:11f (Job 5:22f); μέλι ἄ. honey fr. wild bees (Iambl. Erot. p. 222, 16 μέλιτται ἄγριαι w. their μέλι; Cat. Cod. Astr. X 86b, 6 ἀγριομέλισσα.—Others think of a plant product; cp. Ps.-Aristot., Mirab. 19 ἐν Λυδίᾳ ἀπὸ τῶν δένδρων τὸ μέλι συλλέγεσθαι πολύ; Diod S 19, 94, 10 φύεται παρʼ αὐτοῖς [i.e. the Nabataeans] ἀπὸ τ. δένδρων μέλι πολὺ τὸ καλούμενον ἄγριον, ᾧ χρῶνται ποτῷ μεθʼ ὕδατος; Jos., Bell. 4, 468) Mt 3:4; Mk 1:6; GEb 13, 79. By fig. ext., of persons wild in appearance: of women in black w. flowing hair Hs 9, 9, 5; more completely ἄ. τῇ ἰδέᾳ of a shepherd 6, 2, 5.
pert. to being untamed or running one’s own course, uncontrolled, fig. ext. of 1, of desires savage, fierce (Pla., Rep. 572b) Hm 12, 1, 2; cp. 12, 4, 6. τὸ ἄγριον cruelty (Pla., Rep. 571c et al.; Herm. Wr. 486, 38; 492, 4 Sc.) IEph 10:2 (opp. ἥμερος). Of natural phenomena stormy (Aeschyl., Hdt. et al.) κύματα ἄ. θαλάσσης (Wsd 14:1; SibOr 3, 778) Jd 13.—DELG s.v. ἀγρός. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄγριος — living in the fields masc nom sg ἄγριος living in the fields masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • άγριος — α, ο 1. για ζώα, αυτά που δεν έχει εξημερώσει ο άνθρωπος. 2. για φυτά, αυτά που δεν καλλιεργούνται, τα αυτοφυή: Αγόρασα αγριοράδικα. 3. για ανθρώπους, αυτοί που μένουν απολίτιστοι, βάρβαροι: Οι άγριοι της Αφρικής. 4. γενικά για άψυχα, αυτά που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγριος πεύκος — ο το αγριόπευκο* …   Dictionary of Greek

  • άγριος σόχος — ο ο αγριοζοχός* …   Dictionary of Greek

  • άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) …   Dictionary of Greek

  • ζαμπούκος, άγριος — Φυτό της οικογένειας των βαλεριανιδών. Είναι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία νάρδος η κονδυλόρριζοςβαλεριάνα η διοσκουρίδειος. Πρόκειται για πολυετή πόα, με βλαστό όρθιο και φύλλα με αραιό τρίχωμα. Τα άνθη της είναι ρόδινα ή άσπρα. Απαντά …   Dictionary of Greek

  • ζοχός, άγριος — Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική ονομασία του είναι ελμίνθια εχιδιοειδής (helminthia echioides) και ουρόσπερμα το πικριδιοειδές (urospermum picroides). Πρόκεται για μονοετή πόα, με βλαστό ύψους 10 40 εκ., όρθια και διακλαδισμένη …   Dictionary of Greek

  • ἀγριώτερον — ἄγριος living in the fields adverbial comp ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος living in the fields masc acc comp sg ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc comp sg ἄγριος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”